ευδαιμονια

ευδαιμονια
    εὐδαιμονία
    εὐ-δαιμονία
    ἥ тж. pl.
    1) процветание, счастье HH., Pind., Her. etc.
    2) благосостояние, богатство Her.
    

χρημάτων πρόσοδος καὴ ἥ ἄλλη εὐ. Thuc. — денежные доходы и другие виды богатства

    3) филос. высшее счастье, блаженство
    

(αἱ μακάρων εὐδαιμονίαι Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευδαιμονια" в других словарях:

  • εὐδαιμονία — εὐδαιμονίᾱ , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc/acc dual εὐδαιμονίᾱ , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίᾳ — εὐδαιμονίαι , εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc pl εὐδαιμονίᾱͅ , εὐδαιμονία prosperity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδαιμονία — η (ΑΜ εὐδαιμονία, Α και ιων. τ. εὐδαιμονίη) [ευδαίμων] 1. καλή τύχη, ευτυχία 2. υλική ευημερία, ευμάρεια …   Dictionary of Greek

  • ευδαιμονία — η πλούτος, αγαθών αφθονία, ευτυχία, καλοπέραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐδαιμονίας — εὐδαιμονίᾱς , εὐδαιμονία prosperity fem acc pl εὐδαιμονίᾱς , εὐδαιμονία prosperity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίαι — εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc pl εὐδαιμονίᾱͅ , εὐδαιμονία prosperity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίαν — εὐδαιμονίᾱν , εὐδαιμονία prosperity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίαις — εὐδαιμονία prosperity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίη — εὐδαιμονία prosperity fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίην — εὐδαιμονία prosperity fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδαιμονίης — εὐδαιμονία prosperity fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»